-
1 возражение
возражение с η αντίρρηση; у вас нет -ий δεν έχετε αντίρρηση;* * *сη αντίρρησηу вас нет возраже́ний? — δεν έχετε αντίρρηση
-
2 возражать
возражать см. возразить; если не -ете αν δεν έχετε αντίρρηση* * *см. возразитье́сли не возража́ете — αν δεν έχετε αντίρρηση
См. также в других словарях:
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek